-
1 νοβοκαΐνη
η фарм, новокаин -
2 новокаин
-
3 новокаин
фарм. η νοβοκαίνη (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > новокаин
-
4 новокаин
новокаинм фарм. ἡ νοβοκαΐνη. -
5 новокаин
[ναβακάιν] ουσ. α (φαρμ.) νοβοκαΐνη -
6 новокаин
[ναβακάιν] ουσ α (φαρμ) νοβοκαΐνη -
7 новокаин
-а α.νοβοκαΐνη. -
8 новокаиновый
επ.που περιέχει νοβοκαινη.
См. также в других словарях:
νοβοκαΐνη — η (φαρμ.) χημική σύνθεση που χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό φάρμακο, αλλ. προκαΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. novocaine < λατ. novus «καινούργιος» + cocaine «κοκαΐνη»] … Dictionary of Greek
νοβοκαΐνη — η (λ. γαλλ.), αναισθητικό τοπικό φάρμακο: Ενέσεις νοβοκαΐνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
νοβοκαϊνισμός — ο ιατρ. η αναισθητοποίηση περιοχής του σώματος ή η προσωρινή παράλυση νεύρου ή γαγγλίου με νοθοκαΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοβοκαΐνη + ισμός*] … Dictionary of Greek
νοβοκαϊνοθεραπεία — η η χρησιμοποίηση τής νοβοκαΐνης υπό μορφή ενέσεων που επαναλαμβάνονται περιοδικά, ως φαρμάκου στη γηριατρική, αλλ. μέθοδος Ασλάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοβοκαΐνη + θεραπεία] … Dictionary of Greek
αφροδισιακά — Τα φάρμακα, βότανα κλπ. που χρησιμοποιούνται για την τόνωση της ερωτικής επιθυμίας ή την αύξηση της ερωτικής διέγερσης. Πολλά από αυτά έχουν πρόσκαιρα αποτελέσματα και όχι σπάνια προκαλούν διάφορες παρενέργειες στον οργανισμό. Τέτοιου είδους… … Dictionary of Greek
Ζακόπουλος, Νίκος — (Μεσσήνη, Μεσσηνία 1914 – 1997). Γιατρός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας παθολογίας. Σταδιοδρόμησε σε διάφορα νοσοκομεία και στο ΙΚΑ μέχρι το 1955, οπότε λειτούργησε… … Dictionary of Greek