Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η νοβοκαΐνη

См. также в других словарях:

  • νοβοκαΐνη — η (φαρμ.) χημική σύνθεση που χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό φάρμακο, αλλ. προκαΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. novocaine < λατ. novus «καινούργιος» + cocaine «κοκαΐνη»] …   Dictionary of Greek

  • νοβοκαΐνη — η (λ. γαλλ.), αναισθητικό τοπικό φάρμακο: Ενέσεις νοβοκαΐνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • νοβοκαϊνισμός — ο ιατρ. η αναισθητοποίηση περιοχής του σώματος ή η προσωρινή παράλυση νεύρου ή γαγγλίου με νοθοκαΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοβοκαΐνη + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • νοβοκαϊνοθεραπεία — η η χρησιμοποίηση τής νοβοκαΐνης υπό μορφή ενέσεων που επαναλαμβάνονται περιοδικά, ως φαρμάκου στη γηριατρική, αλλ. μέθοδος Ασλάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοβοκαΐνη + θεραπεία] …   Dictionary of Greek

  • αφροδισιακά — Τα φάρμακα, βότανα κλπ. που χρησιμοποιούνται για την τόνωση της ερωτικής επιθυμίας ή την αύξηση της ερωτικής διέγερσης. Πολλά από αυτά έχουν πρόσκαιρα αποτελέσματα και όχι σπάνια προκαλούν διάφορες παρενέργειες στον οργανισμό. Τέτοιου είδους… …   Dictionary of Greek

  • Ζακόπουλος, Νίκος — (Μεσσήνη, Μεσσηνία 1914 – 1997). Γιατρός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας παθολογίας. Σταδιοδρόμησε σε διάφορα νοσοκομεία και στο ΙΚΑ μέχρι το 1955, οπότε λειτούργησε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»